ανακούρκουδα

ανακούρκουδα
και ανακούκουρδα καί ανεκούρκουδα (Μ ἀνακούρκουδα) επίρρ.
1. με λυγισμένα τα γόνατα και το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών
2. οκλαδόν
3. ύπτια, ανάσκελα
4. με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάποδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε πιθ., κατά τον Κοραή, από ανα-* + ιταλ. corcare «ξαπλώνω» ή ανα-* + αρχ. επίρρ. κλωκυδά «κάθομαι και στα δύο πόδια» (Ησύχιος). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. προήλθε από τη φράση ανά κόκκυγα. Σύμφωνα τέλος με τρίτη άποψη, η λ. ετυμολογείται από ανα-* + μσν. κουκούβα «κουκουβάγια» > ανακούκουδα (με τροπή τού β σε δ) > ανακούρκουδα (με προσθήκη τού ρ). Κατ’ αυτή δηλαδή την άποψη, η λ. προήλθε από τη στάση τής κουκουβάγιας, που συνήθως κάθεται μαζεμένα, συνεσταλμένα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανακουρκουδίζω — κάθομαι ανακούρκουδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακούρκουδα. ΠΑΡ. ανακουρκούδισμα] …   Dictionary of Greek

  • αναβάδην — ἀναβάδην επίρρ. (Α) [ἀναβαίνω] 1. ανεβαίνοντας σε ύψος, ψηλά 2. (για θηλυπρεπή στάση) ανακούρκουδα, ανάσκελα και με τα πόδια σηκωμένα ψηλά …   Dictionary of Greek

  • ανακουρκούδισμα — το [ανακουρκουδίζω] το να κάθεσαι ανακούρκουδα …   Dictionary of Greek

  • οκλαδόν — (Α ὀκλαδόν) επίρρ. με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστά νεοελλ. με τα πόδια σταυρωτά, ανακούρκουδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω* + επιρρμ. κατάλ. –αδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] …   Dictionary of Greek

  • ανακούκουρδα — και ανακούρκουδα επίρρ. τροπ., με λυγισμένα τα γόνατα: Κάθισε λίγη ώρα ανακούκουρδα κι ύστερα έφυγε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”